συσκοπώ

συσκοπώ
-έω, Α
θεωρώ, εξετάζω παράλληλα ή μαζί με κάποιον («ἀλλὰ πρόσεχε τὸν νοῡν καὶ συσκόπει τὰ λεγόμενα», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + σκοπῶ «θεωρώ, εξετάζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”